μικροκοκκώδη

μικροκοκκώδη
τα
(μικρβλ.) τάξη μη σπορογόνων σφαιρικών ευβακτηρίων, μοναχικών ή ομαδοποιημένων, στην οποία ανήκουν οι κόκκοι παλαιότερων ταξινομήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. micrococcales (βλ. μικρ[ο]-). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μικρόκοκκος — ο (μικρβλ.) γένος σφαιρικών βακτηρίων τής τάξης μικροκοκκώδη τα οποία είναι ευρύτατα διαδεδομένα στη φύση και, συνήθως, δεν είναι παθογόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. micrococcus < micro (βλ. μικρ[ο] ) + coccus (< κόκκος). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κιννάβαρι ή κινναβαρίτης — Ορυκτό του υδραργύρου, με χημικό τύπο HgS (θειούχος υδράργυρος), που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα (ολοαξονική ημιεδρία). Ανήκει στην ομάδα των θειούχων ορυκτών, έχει χρώμα άλικο, κόκκινο, καστανέρυθρο, μαύρο ή μεταλλικό μολυβδόφαιο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”